Αφιέρωμα της Καθημερινής στον Γλυφαδιώτη φωτογράφο Αριστοτέλη Σαρρηκώστα
22-04-2019, 20:20
«Κάθε μέρα σκέφτομαι και κάτι. Κάθε μέρα είμαι και κάπου. Κάθε μέρα που ξυπνάω κάνω τον σταυρό μου που είμαι ζωντανός γιατί είδα πολλούς συναδέλφους να σκοτώνονται. Αυτό είναι το επάγγελμα», μου λέει ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας. Ο βετεράνος, διακεκριμένος φωτορεπόρτερ του ελληνικού γραφείου του Associated Press κάθεται αναπαυτικά μπροστά μου, στο γραφείο του διαμερίσματός του, με τον υπολογιστή μόνιμα ανοιχτό σε μια ειδησεογραφική ιστοσελίδα.
Η καθημερινή ενημέρωση για τα ελληνικά και διεθνή γεγονότα είναι από τα «χούγια» που δεν άφησε όταν σταμάτησε από τη δουλειά του, η οποία τον έστειλε από το Πολυτεχνείο στις 17 Νοεμβρίου του 1973 μέχρι τις εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής, μαζί με τις αγαπημένες του μηχανές που όσο κι αν ψάχνω δεν τις βλέπω στο μικρό δωμάτιο. «Τις έχω αποθηκευμένες για να μη σκονίζονται», λέει με ένα χαμόγελο που εμφανίζει και μια πικρία. Παρά τα 82 του χρόνια ο Sarris, όπως ήταν γνωστός στους ξένους συνεργάτες του, με το περιποιημένο μουστάκι του και τα γκρίζα πια σπαστά του μαλλιά φαίνεται να είναι έτοιμος για την επόμενη αποστολή τού αμερικανικού ειδησεογραφικού πρακτορείου. «Δεν σας κρύβω ότι πολλές φορές ψάχνω να βρω τη μηχανή να σηκωθώ να φύγω, αλλά εντάξει, το κάθε πράγμα στον καιρό του».
Λένε ότι οι φωτορεπόρτερ αποφεύγουν τις προσωπικές τους φωτογραφίες και πράγματι οι εικόνες που δείχνουν τον κ. Σαρρηκώστα σε δράση στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Ζην επικινδύνως» των εκδόσεων Μένανδρος είναι πολύ λίγες σε σχέση με τον όγκο του πλούσιου φωτορεπορτάζ που περιλαμβάνεται στις σελίδες του από τη δεκαετία του ’60 μέχρι το 1997, οπότε και πήρε μια μεγάλη άδεια, όπως λέει, από τη δουλειά του. Σε αυτές τις εικόνες ο Sarris εμφανίζεται να κρατά μια Rollei Flex με ασπρόμαυρο φιλμ 12 στάσεων ή μια ογκώδη Graflex για τους αθλητικούς αγώνες με δυνατότητα μόνο για έξι κλικ και αργότερα τις πρώτες Nikon που χρησιμοποιούσε με αναλογικό φιλμάκι, τεχνολογία που φαίνεται αδιανόητη στην εποχή των χιλιάδων ψηφιακών καρέ που τραβάνε οι συνάδελφοί του για να μη χάσουν κάτι από ένα γεγονός, το συναίσθημα που γίνεται εφιάλτης για κάθε φωτορεπόρτερ. «Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να δουλέψω σήμερα. Κατ’ αρχάς δεν αισθάνεσαι τη φωτογραφία. Στην εποχή μας εκτός από το κλικ της μηχανής, μετά υπήρχε ολόκληρη διαδικασία. Εμπαινες στον σκοτεινό θάλαμο, την εμφάνιζες με τα χέρια σου, τη στέγνωνες, την έκανες πιο σκούρη ή πιο ανοιχτή ανάλογα με το προφίλ που ήθελες να της δώσεις, δεν είναι το ίδιο», μας λέει.
Σε μία από αυτές τις εικόνες τον βλέπουμε να κάθεται δίπλα από το «Murhed», το μηχάνημα που μέσω μιας τηλεφωνικής γραμμής έστελνε τις εικόνες του από το γραφείο του Α.Ρ. στην Αμερική και στην υπόλοιπη Ευρώπη, κάτι σαν φαξ για φωτογραφίες. Με αυτό το μηχάνημα ο κ. Σαρρηκώστας έστελνε την εικόνα της Ελλάδας από την Αθήνα σε ολόκληρο τον κόσμο, που ανάλογα με το θέμα είχε θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη και γινόταν η αφορμή να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις.
Η αδιαμφισβήτητη δύναμη της εικόνας επιβεβαιώθηκε πολλές φορές και στην περίπτωσή του. Για παράδειγμα, η περίφημη φωτογραφία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στην ορκωμοσία της χουντικής κυβέρνησης που έβγαλε για το Associated Press ήταν αρκετή για να του κοστίσει την εξουσία του, όπως γράφει στο βιβλίο του. «Είναι διαφορετικό να φωτογραφίζεις στο εξωτερικό και στην πατρίδα σου τα μεγάλα γεγονότα. Τα συναισθήματα μπλέκονται, στο εξωτερικό φωτογραφίζεις με άλλον αέρα. Οι διαδηλώσεις του 1-1-4, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, όταν έβλεπα για παράδειγμα αστυνομικούς να χτυπάνε φοιτητές, κεφάλια να ανοίγουν, να γίνονται συλλήψεις, στενοχωριόμουν, όμως έπρεπε να τα φωτογραφίσω. Δεν μπορείς διαφορετικά, γι’ αυτό ήμουν εκεί. Πολλοί μας αποκαλούν “κοράκια” αλλά δεν είναι έτσι, έχουμε συναισθήματα. Η φωτογραφία αυτή είναι, τραβάς την πραγματικότητα», μας λέει.
Με το «Murhed» χρειαζόταν περίπου 20 λεπτά της ώρας για να στείλει κάθε φωτογραφία, ενώ αν κάτι πήγαινε στραβά έπρεπε να επαναλάβει τη διαδικασία από την αρχή. Με ένα τέτοιο μηχάνημα έστειλε και τις φωτογραφίες του τανκ που εισέβαλε μέσα στο Πολυτεχνείο το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου του 1973 και έκαναν την επόμενη μέρα τον γύρο του κόσμου. Ο 36χρονος τότε φωτορεπόρτερ ήταν δίπλα στο άρμα μάχης που έπεσε πάνω στην πόρτα του Πολυτεχνείου. «Ακουγα τον λοχία να μιλάει πάνω στο τανκ και να λέει “μάλιστα, μάλιστα”. Σε μια στιγμή γύρισε ο πυργίσκος πίσω, έκανε όπισθεν και ήρθε στο ίδιο πεζοδρόμιο που ήμουν εγώ. Ξαφνικά φουλάρει τις μηχανές και με όση δύναμη είχε πήγε και έπεσε πάνω στην πόρτα του Πολυτεχνείου. Δεν το περίμενα, σοκαρίστηκα αλλά συνήλθα αμέσως και πήγα στο κέντρο της Πατησίων για μια καλύτερη οπτική γωνία. Αν δεν ήμουν εγώ και ο Αλμπερτ Κουράντ, ο Ολλανδός δημοσιογράφος με το τηλεοπτικό συνεργείο κρυμμένοι στο Ακροπόλ, δεν θα υπήρχαν αυτές οι εικόνες. Τα μεσάνυχτα θυμάμαι είχε έρθει και ο Βασίλης Καραμανώλης που δούλευε στη “Μεσημβρινή”, συνεννοηθήκαμε με τα μάτια και μου είπε φεύγω να πάω εφημερίδα. Πρόλαβα και τράβηξα τρία καρέ, χωρίς φλας, και βγήκαν ελαφρώς κουνημένα και ήρθαν καταπάνω μου δύο αστυνομικοί όχι με κλομπ αλλά με δοκάρια. Εγώ έπαιζα μποξ τότε και κατάφερα να αποφύγω τα χτυπήματά τους αλλά το ένα δοκάρι χτύπησε το χέρι μου. Οταν είδα ότι έψαχναν τα όπλα τους, έφυγα τρέχοντας για το γραφείο στην Ακαδημίας και έστειλα τις φωτογραφίες». Για το ιστορικό στιγμιότυπο ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας τιμήθηκε το 2008 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια με το μετάλλιο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος της Τιμής.
Μπροστά από τον φακό του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα παρήλασαν προσωπικότητες της Ελλάδας και του εξωτερικού και αιχμαλωτίστηκαν γεγονότα που συντάραξαν τον κόσμο.
Πίνοντας μια γουλιά από τον ζεστό καφέ του, μας λέει για την εποχή που οι Μπιτλς επισκέφθηκαν για λίγες ημέρες την Αράχοβα και τους φωτογράφισε με μια κιθάρα και δύο ντόπιους μουσικούς, για τότε που ο Ζαν Πολ Μπελμοντό έκοβε βόλτες στην Πλάκα με την Ούρσουλα Αντρες, τις φωτογραφίες της Καρέζη και της Μερκούρη, του Σεφέρη και του Ελύτη, του Μάρλον Μπράντο στην Ακρόπολη ή για εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα του 1970 που τράβηξε τη Χριστίνα Ωνάση με μια αέρινη πουκαμίσα έτοιμη να βουτήξει στην πισίνα του σπιτιού της οικογένειας στη Γλυφάδα. «Δεν ήμασταν καλεσμένοι, δεν ήμασταν μέσα στο σπίτι. Τραβήξαμε τη φωτογραφία και μετά μας κυνηγούσαν», μας λέει γελώντας.
Στη δουλειά των φωτορεπόρτερ το θέμα μπαίνει πάνω απ’ όλα, συνήθως, με κάθε κόστος. «Είτε σε πόλεμο ή σε διαδήλωση, πρωταρχικό σου μέλημα είναι η κάλυψη. Στον πόλεμο είναι πιο έντονα τα συναισθήματα. Φοβάσαι για την ίδια σου τη ζωή. Οταν φτάνεις σε κάποιο σημείο για να φωτογραφίσεις, θα σε σταματήσουν τα συναισθήματά σου; Οχι, αλλιώς δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά. Αργότερα σκέφτεσαι και λες, κοίταξε να δεις τι έκανα».
Ως πολεμικός ανταποκριτής ο κ. Σαρρηκώστας κάλυψε για το Α.Ρ. τον Πόλεμο των Εξι Ημερών, τις αραβοϊσραηλινές συγκρούσεις του 1967 και 1969, τον εμφύλιο του Λιβάνου, συγκρούσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων στη Γάζα, έζησε από κοντά την απαγωγή του δημοσιογράφου και τότε διευθυντή του αμερικανικού πρακτορείου Τέρι Αντερσον στη Βηρυτό, τον πόλεμο Ιράκ - Ιράν του ‘80.
Τον ρωτάμε εάν κάποια φορά τα συναισθήματά του μπήκαν μπροστά από το θέμα του. «Αυτό έγινε μία φορά, στον μικρό μου ήρωα», λέει. Στη Σιδώνα του Λιβάνου ο κ. Σαρρηκώστας συνάντησε τρία αγόρια που είχαν τότε την ίδια ηλικία με τους τρεις γιους του. Φορτωμένα πυρομαχικά προσπαθούσαν να περάσουν έναν ελαιώνα για να φτάσουν στους μαχητές των Παλαιστινίων, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους περνούσαν ξυστά οι σφαίρες Λιβανέζων, συμμάχων των Ισραηλινών. Κάποια στιγμή εκείνος φεύγει, αλλά τα αγόρια συνεχίζουν. «Εσύ μπορείς να γυρίσεις, δεν έχεις λόγο να κινδυνέψεις. Εμείς όμως πρέπει να πάμε τις σφαίρες στους πολεμιστές», του είπε ένα από τα αγόρια. Ωρες μετά, ο Σαρρηκώστας φωτογράφιζε σε ένα νοσοκομείο, μέχρι που είδε σε ένα φορείο το άψυχο κορμί του αγοριού. «Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα πιο άσχημα από ποτέ. Οποτε το σκέφτομαι με ενοχλεί πάρα πολύ. Τρεις ημέρες δεν έτρωγα· φωτογράφιζα, αλλά δεν ήμουν εκεί. Το μυαλό μου ήταν αλλού, ήταν στα παιδιά μου. Μου κόστισε πάρα πολύ».
Η ζωή του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα είναι σχεδόν μυθιστορηματική. Ο δρόμος του μέχρι να φτάσει στο Associated Press πήρε τόσες πολλές στροφές, που αν έλεγε κανείς στον νεαρό πυγμάχο που πάλευε στα ρινγκ της Βραζιλίας τη δεκαετία του ’50 ότι θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του φωτογραφίζοντας ιστορικά γεγονότα και ειδήσεις, τότε μάλλον θα κατέληγε με ένα μάτι μαυρισμένο.
Γεννημένος στην Καισαριανή το 1937, ο μικρότερος των πέντε αδελφών της οικογένειας, ο Αριστοτέλης μεγάλωσε κυρίως με τη μητέρα του μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1941. Στο βιβλίο του περιγράφει με λεπτομέρεια τις κακουχίες και την πείνα της Κατοχής και του Εμφυλίου και τους λόγους που τον οδήγησαν να σαλπάρει για Βραζιλία σε ηλικία 15 ετών.
Μεγάλος του στόχος, όμως, ήταν να φτάσει στην Αμερική και για να το κάνει εγκατέλειψε το «Στέκι dos Grecos» του γαμπρού του και έγινε ναυτικός στο χιώτικο τάνκερ «ΚΥΜΟ» της εταιρείας Φραγκούλη-Χατζημιχάλη. Στο δεύτερο μεγάλο ταξίδι του στις ΗΠΑ ο νεαρός Αριστοτέλης, με τη σιωπηρή συναίνεση του καπετάνιου, κατέβηκε από το πλοίο και με την αγωνία του παράνομου μετανάστη πήρε το λεωφορείο για το Σιάτλ.
Εμεινε κρυμμένος για λίγο και γρήγορα βρέθηκε να δουλεύει σε συγγενείς του στην Καλιφόρνια και να είναι μέλος της ελληνικής ομογένειας. Στα 18 του πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και η μητέρα του έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην ξενιτευτεί ξανά ο γιος της. Μέχρι που τον πήγε σε έναν γείτονα φωτορεπόρτερ για να του βρει δουλειά, που δεν ήταν άλλος από τον γνωστό φωτογράφο Κλεισθένη Δασκαλάκη, έναν από τους συνεταίρους του φωτογραφικού πρακτορείου «Ενωση». «Πριν ακόμα ο Κλεισθένης με συστήσει στους συνεταίρους του και μου δείξει τα κατατόπια, τον πήρα στην άκρη και του είπα το εξής, ότι θα μείνω για μία ή δύο εβδομάδες και μετά θα πεις στη μητέρα μου ότι αυτός δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά», γράφει ο κ. Σαρρηκώστας στο βιβλίο του. Οι εβδομάδες όμως έγιναν μήνες και ο νεαρός που ονειρευόταν την Αμερική έμεινε στην Ελλάδα, αλλά ταξίδεψε σχεδόν σε όλο τον κόσμο κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι για 40 χρόνια.
Από το ρετιρέ του στη Γλυφάδα όπου ζει με τη γυναίκα του Παναγιώτα η θέα είναι χορταστική. Το έδαφος στο σπίτι τους έχει μια μικρή ανοδική κλίση που δίνει ύψος στην τετραώροφη πολυκατοικία, στα κουδούνια της οποίας διαβάζουμε το ίδιο επώνυμο «Σαρρηκώστας». Ρωτάμε τον βετεράνο φωτορεπόρτερ για τη ζωή που δεν έζησε τις εβδομάδες και τους μήνες που περνούσε σε εμπόλεμες ζώνες. «Αυτό είναι το αντίτιμο. Εγώ το λέω αν και δεν της αρέσει ότι η γυναίκα μου ήταν ήρωας, ήταν μητέρα και πατέρας, εκείνη μεγάλωσε τα τρία παιδιά μας. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, δεν μπορούσα να σταματήσω. Οταν γύριζα από μια εμπόλεμη κατάσταση καθόμουν μια εβδομάδα και μετά με έπιανε μια ανησυχία. Ηρεμούσα μόλις χτυπούσε το τηλέφωνο για να φύγω» μας λέει, περιγράφοντας τον «εθισμό» που αποκτούν πολλοί πολεμικοί ανταποκριτές. «Είμαι ευτυχής που ζω και αναπνέω» μας λέει πριν φύγουμε και μερικές φορές ρίχνει καμιά ματιά και στο τηλέφωνό του. «Το κοιτάζω ακόμα και τώρα μήπως χτυπήσει αλλά δεν χτυπάει».
Πηγή: kathimerini.gr.